- φλογιστόν
- φλογιστόςburnt upmasc acc sgφλογιστόςburnt upneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φλογιστόν — Φανταστική ουσία, με την οποία ο Γκέοργκ Ερνστ Σταλ (1660 – 1734) προσπάθησε να εξηγήσει τους μετασχηματισμούς που παθαίνουν οι ουσίες κατά τις αντιδράσεις της καύσης, της οξείδωσης και της πυράκτωσης. Υπέθεσε ότι στις αντιδράσεις αυτές δαπανάται … Dictionary of Greek
Phlogiston theory — The alchemist and physician J. J. Becher proposed the phlogiston theory The phlogiston theory (from the Ancient Greek φλογιστόν phlogistón burning up , from φλόξ phlóx flame ), first stated in 1667 by Johann Joachim Becher, is an obsolete… … Wikipedia
θερμότητα — Μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο λόγω της ύπαρξης διαφοράς θερμοκρασίας. Στην πλήρη και ακριβή έννοια του όρου θ. φτάσαμε μόνο όταν έγινε δυνατό να αποδειχθεί πειραματικά και θεωρητικά η ισοδυναμία μεταξύ θ. και ενέργειας … Dictionary of Greek
κατανθρακώ — κατανθρακῶ, όω (Α) μεταβάλλω εντελώς σε άνθρακα με την καύση, απανθρακώνω, «κάνω κάρβουνο» (α. «στέγην πυρώσω καὶ κατανθρακώσομαι», Αισχύλ. β. «δέμας φλογιστὸν ἤδη καὶ κατηνθρακωμένον», Σοφ.) … Dictionary of Greek
χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… … Dictionary of Greek